- κοχλασμός
- ο1. ο θόρυβος που παράγεται από τον ισχυρό βρασμό υγρού, χοχλάκισμα.2. ψυχική ταραχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοχλασμός — ο [κοχλάζω] ο κρότος που παράγεται από ισχυρό βρασμό υγρού κατά την αθρόα έκλυση φυσαλλίδων τού ατμού του … Dictionary of Greek
κόχλασμα — το (Α κόχλασμα) [κοχλάζω] κοχλασμός … Dictionary of Greek
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek
πάφλασμα — το, ΝΑ [παφλάζω] ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός νεοελλ. 1. ο θόρυβος τού νερού που τρέχει ορμητικά 2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός αρχ. στον πληθ. τὰ παφλάσματα οι κομπασμοί,… … Dictionary of Greek
χουρχούλισμα — το, Ν [χουρχουλίζω] χοχλάκισμα, κοχλασμός … Dictionary of Greek
χοχλάκιασμα — το, Ν [χοχλακιάζω] κοχλασμός … Dictionary of Greek
χοχλάκισμα — το, Ν [χοχλακίζω] χοχλάκιασμα, κοχλασμός … Dictionary of Greek
χοχλάκιασμα — χοχλάκιασμα, το και χοχλάκισμα, το, ατος η ενέργεια του χοχλακιάζω, κοχλασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χόχλος — χόχλος, ο και χοχλός, ο 1. κοχλασμός. 2. ανάβρυσμα νερού από πηγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)